- μαστιχάτον
- μαστιχᾱτον, τὸ (Α)ποτό παρασκευασμένο από μαστίχα («τῶν δὲ προπομάτων ἄριστόν ἐστι τὸ κονδίτον... ἢ κιτρᾱτον ἢ μαστιχᾱτον», Αλέξ. Τραλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. -ᾶτον (< λατ. επίθημα -atum)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστιχάτου — μαστιχά̱του , μαστιχᾶτον mastich wine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)